- κουτσοκεφαλιάζω
- μετ.1) обезглавливать; 2) обкорнать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουτσοκεφαλιάζω — και κουτσοκεφαλίζω (Μ κουτσοκεφαλίζω) [κουτσοκέφαλος] κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω … Dictionary of Greek
κοψοκεφαλιάζω — κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + κεφαλ ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο κεφαλιάζω, σπαζο κεφαλιάζω] … Dictionary of Greek
κοψοκεφαλιάζω — κοψοκεφάλιασα, κοψοκεφαλιάστηκα, κοψοκεφαλιασμένος, κόβω το κεφάλι ή την κορυφή, αποκεφαλίζω, κουτσοκεφαλιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)